- ποινηλατώ
- -έω, ΜΑ [ποινήλατος]1. καταδιώκω και βασανίζω κάποιον όπως η Ποινή, η θεά τής εκδίκησης2. (η μτχ. αρσ. ενεργαορ.) ποινηλατήσας(κατά τον Ησύχ.) «ἐλάσας».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποινηλατῶ — ποινηλατέω pursue like an avenging fury pres subj act 1st sg (attic epic doric) ποινηλατέω pursue like an avenging fury pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)